μαθηματικός

μαθηματικός
μαθ-ημᾰτικός, ή, όν,
A = μαθητικός, fond of learning, Pl.Ti.88c.
II scientific,

τὸ μ. εἶδος Id.Sph.219c

; esp. mathematical, μαθηματικός, , mathematician, Arist.Ph.193b31, EN1142a17, Phld.Acad.Ind.p.16 M., Ceb.34: ἡ-κή (sc. ἐπιστήμη) mathematics, Archyt.1 tit., Arist.Metaph.1026a14; αἱ -καί ib.26; φιλοσοφία μ. ib.19; τὰ μ. mathematics, Id.EN1151 a17; also, mathematical entities, Id.Metaph.1076a17; γραμμὴ μ. a mathematicalline, opp. γ. φυσική, Id.Ph.194a11;

κύκλοι μ. Id.Metaph. 1036a4

;

ἁρμονικὴ ἥ τε μ. καὶ ἡ κατὰ τὴν ἀκοήν Id.APo.79a1

: [comp] Comp. -κωτέρα ὕλη too mathematical, Id.Metaph.992b2. Adv. -κῶς ib.995a6, Str.2.5.1, etc.
2 astronomical,

οἱ μ. κανόνες Plu.2.974f

; ἡ -κή astronomy, S.E.M.5.104.
b astrological,

ἡ μ. τέχνη Sallust.9

, cf. Gal. 19.529; ὁ μ. astrologer, M.Ant.4.48, S.E.M.5.2, Porph. ap. Eus.PE 6.1, etc.
3 among the Pythagoreans, οἱ μ. (opp. οἱ ἀκουσματικοί) advanced students, Porph.VP37, Iamb.VP18.81.

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • μαθηματικός — fond of learning masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μαθηματικός — ή, ό, θηλ. ουσ. και η μαθηματικός (AM μαθηματικός, ή, όν) [μάθημα] 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην επιστήμη τών μαθηματικών (α. «μαθηματική σχολή» β. «περὶ τῆς κοινῆς μαθηματικῆς ἐπιστήμης», Πλούτ.) 2. το θηλ. ως ουσ. η μαθηματική (ενν.… …   Dictionary of Greek

  • μαθηματικός — ή, ό ο σχετικός με τη μαθηματική επιστήμη: Μαθηματική ανάλυση. ο, η ο επιστήμονας που ασχολείται με τα μαθηματικά: Από μικρός ήθελε να γίνει μαθηματικός …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • μαθηματικά — μαθηματικός fond of learning neut nom/voc/acc pl μαθηματικά̱ , μαθηματικός fond of learning fem nom/voc/acc dual μαθηματικά̱ , μαθηματικός fond of learning fem nom/voc sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μαθηματικώτερον — μαθηματικός fond of learning adverbial comp μαθηματικός fond of learning masc acc comp sg μαθηματικός fond of learning neut nom/voc/acc comp sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μαθηματικῶν — μαθηματικός fond of learning fem gen pl μαθηματικός fond of learning masc/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μαθηματικόν — μαθηματικός fond of learning masc acc sg μαθηματικός fond of learning neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ανίσωση — Μαθηματικός όρος που αναφέρεται σε μια ανισότητα που έχει μία ή περισσότερες μεταβλητές.Ας είναι f, g δύο τυχαίες πραγματικές συναρτήσεις μιας πραγματικής μεταβλητής με κοινό πεδίο ορισμού τους I (ένα υποσύνολο του συνόλου των πραγματικών… …   Dictionary of Greek

  • αναδιάταξη — Μαθηματικός όρος που χρησιμοποιείται στις ακολουθίες ή στις σειρές για να δηλώσει την εναλλαγή της τάξης των όρων τους. Ακριβέστερα, όταν δίνεται μια ακολουθία ή μια σειρά, ορίζουμε ως α. μια άλλη ακολουθία ή σειρά, που προκύπτει από αυτή με… …   Dictionary of Greek

  • μηδέν — Μαθηματικός όρος που χρησιμοποιείται στην αριθμητική. Δηλώνει το ουδέτερο στοιχείο της πρόσθεσης και συμβολίζεται με το σύμβολο 0 (ισχύει, δηλαδή, α + 0 = α για οποιονδήποτε αριθμό της αριθμητικής α). Γενικότερα στην άλγεβρα, αν ένα σύνολο είναι… …   Dictionary of Greek

  • ανεξάρτητη μεταβλητή — Μαθηματικός όρος. Η τιμή της μεταβλητής μιας συνάρτησης που μεταβάλλεται αυθαίρετα, χωρίς κανένα εξωτερικό περιορισμό. Π.χ. στη συνάρτηση y = φ(Χ) η x, η α.μ. μπορεί να λάβει οποιαδήποτε τιμή από το σύνολο ορισμού, ενώ η y δεσμεύεται να λάβει… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”